[Αναδημοσίευση της ιστορίας του "Βιβλιοθηκάριου" στο ερωτικό αφιέρωμα του enfo.gr]
-
Καλησπέρα!
-
Ήρθες Μιρέλα; Σου φτιάχνω καφέ;
Οι κουβέντες ήταν πάντα λίγες μέσα σε αυτές τις πέντε ώρες
του Σαββατιάτικου απογεύματος. Εξάλλου η Κατερίνα ένιωθε άβολα που μια ξένη
γυναίκα σιδέρωνε τα ρούχα τους. Σαν κάποιος τρίτος να τους παραβιάζει, σαν να
παρακολουθεί κρυφά τις μύχιες σκέψεις τους, σαν να εισβάλλει στις ιδιωτικές
τους στιγμές. Ωστόσο ο χρόνος της δεν επέτρεπε τέτοιες ευαισθησίες και οι
ανάγκες των ίδιων, όσο και των παιδιών ήταν διαρκείς. Όπως και να είναι, τα
Σαββατιάτικα απογεύματα ήταν πάντα σιωπηλά, αν εξαιρέσεις τη μουρμούρα του
ραδιοφώνου που υπογράμμιζε τη σιωπή των δύο γυναικών. Η Μιρέλα σιδέρωνε στο
σαλόνι και η Κατερίνα διόρθωνε γραπτά στο γραφείο. Ο Σπύρος έπαιζε μπάσκετ με
τους συναδέλφους από τη δουλειά και τα παιδιά ήταν συνήθως σινεμά, στην πλατεία
ή σε φίλους τους.
-
Ναι. Έναν διπλό ελληνικό σκέτο.
Η Μιρέλα συνήθισε τόσα χρόνια στην Ελλάδα τον τούρκικο καφέ,
που τον λέμε ελληνικό για να τον πίνουμε ευκολότερα. Πολλά συνήθισε. Και την
απουσία του άντρα συνήθισε, και τα παιδιά που μεγάλωσαν κι έφυγαν και την
μοναξιά συνήθισε. Και τα ξένα σπίτια. Που το καθένα έχει τα δικά του χούγια και
τη δικιά του μυρωδιά. «Το κάθε σπίτι έχει τη δικιά του σιωπή», σκεφτόταν συχνά.
Και γελούσε που ο γιος της παλιά της έλεγε πως την φοβάται όταν σιδερώνει, πως
όλα τότε τα σκέφτεται, τα ζυγίζει, τα σχεδιάζει και τους τα ξεφουρνίζει. Τώρα
πια δεν υπάρχουν πράγματα να σχεδιάσει όμως, μόνο πράγματα να θυμηθεί υπάρχουν.
Τώρα δεν σιδερώνει τα ρούχα της δικής της οικογένειας, αλλά τις ξένες οικογένειες
φροντίζει να είναι ατσαλάκωτες. Η δουλειά ποτέ δεν την τρόμαξε. Σιδερώνοντας
πια σε σπίτια ήταν σαν να συνέχιζε να περιποιείται τους δικούς της ανθρώπους.
-
Να σου φέρω τα ρούχα. Μαζεύτηκαν κάμποσα αυτή τη φορά.
Αν μπορέσεις να μπαλώσεις κι αυτά εδώ τα παντελόνια του μικρού… Ανοικονόμητος
είναι…
-
Και βέβαια. Μόνο μαύρη κλωστή να μου φέρεις κυρία
Κατερίνα.
Ο θάνατος της χτύπησε πολλές φορές την πόρτα. Έχασε τον
άντρα της πριν 3 χρόνια, όμως δεν τον είχε και ποτέ δικό της. Όχι ότι δεν τον
υπηρέτησε, όμως δεν τον αγάπησε. Ήταν αδύναμος, νωχελικός, δεν έφυγε ποτέ από
το χωριό στην Αλβανία, έμεινε δεμένος με τη γλώσσα, τις νοοτροπίες, τους φίλους
τους νεανικούς. Και τη γλώσσα ακόμη δεν την έμαθε καλά, αν και έζησε 14 χρόνια
στην Ελλάδα. Είναι παράξενο, δικά του πουκάμισα δεν σιδέρωσε ποτέ. Τι να τα
κάνει στην οικοδομή. Ούτε στα παιδιά· ό
κόσμος τους, τα ρούχα, η μουσική τους είναι τόσο διαφορετικά πια. Είναι
παράξενο που όλοι την προτιμούσαν γιατί σιδέρωνε γρήγορα και άψογα τα
πουκάμισα.
-
«… Την ώρα που σιδέρωνε/της ήρθε να αφιέρωνε/σε κάποιον
τη ζωή της…»
Η σιδερώστρα ανοιχτή στο σαλόνι και πάνω της το σίδερο κάνει
ταξίδια σε σώβρακα, φανέλες, πουκάμισα, μπλούζες, πιζάμες, θήκες για ξένα
σώματα, που πονάνε, ιδρώνουν, ονειρεύονται αναστενάζουν, χύνουν, χέζουν τρώνε,
αγαπάνε και διαψεύδονται. Θήκες για σώματα που ζούνε. Το ραδιόφωνο στην κουζίνα
παίζει ένα τραγούδι του Κραουνάκη για ένα «σίδερο με ατμό» και η Μιρέλα
σκορπάει πάλι στις αναμνήσεις της. Μια ύπουλη συνωμοσία την απελευθερώνει. Ήταν
άνοιξη, ήταν μικρή, 16-17 χρόνων, στα Τίρανα. Στα δέντρα, μικρές εκρήξεις τα
λουλούδια, εκρήξεις χρωμάτων και οσμών και ένα έρωτας σκορπούσε το μεθύσι και
τη ζάλη του παντού. Καθόταν στο ποτάμι με ένα βιβλίο στο χέρι, παλιό βιβλίο,
του πατέρα. Γραμμένο στα γαλλικά. Το έκρυβε ο πατέρας στο σεντούκι, όμως εκείνη
το έπαιρνε και καθόταν στο ποτάμι διαβάζοντας για τα άνθη του κακού. Ξεκινάει
με τα μανίκια, ανοιχτά τα κουμπιά και σηκωμένα ψηλά και από μέσα η λευκή του
σάρκα με τις γραμμές των μυών του να μετακινούνται σε κάθε του κίνηση, και
απαλά κυλάει διπλώνοντας τα δύο φύλλα σαν να αγκαλιάζει το σώμα του, το στήθος
του με τις μικρές ρωγίτσες τις ατίθασες και τις τριχούλες στον αφαλό του
βρεγμένες από το ποτάμι μικρές σταγόνες σαν τον ατμό που προχωράει και θολώνει
υγραίνοντας τη μνήμη, και ύστερα περνώντας το σίδερο από κουμπί σε κουμπί σαν
να τον ξεκουμπώνει με τα τρεμάμενα δάχτυλά της και ύστερα τέλος ο γιακάς. Και ο
λευκός λαιμός του και το λαρύγγι του ατίθασο και αεικίνητο σαν αδημονούσα
επιθυμία. Μια σφιχτή αγκαλιά ο γιακάς, ίσιος και καθαρός σαν τελευταίο χάδι.
Δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν για τον Μπεκίμ, ούτε τον ξαναείδε από τότε.
Μόνο να: που καιρό τώρα σιδερώνοντας στα ξένα σπίτια τα
αντρικά πουκάμισα ο νους της φεύγει, σε ένα ανοιξιάτικο πρωινό πηγαίνει στα
Τίρανα, δίπλα στο ποτάμι, που το λευκό του πουκάμισο ήταν ριγμένο πια στα
χόρτα, ηδονικά ανυπεράσπιστο στο χάδι του αέρα.
Ιδρωμένη τελειώνει το σιδέρωμα. Έχει νυχτώσει. Δίπλα της,
στίβα τα σιδερωμένα ρούχα, στις καρέκλες απλωμένα τα πουκάμισα.
-
Πολύ ωραία Μιρέλα. Αυτά τα πουκάμισά σου, πάντα άψογα
σιδερωμένα. Όσα συμφωνήσαμε λοιπόν. Θα σε ξαναπάρω όταν είναι.
-
Καληνύχτα κυρία Κατερίνα!
***
Ο πίνακας είναι του David McCosh (1931)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου