Μια φορά ήταν μια παλιά κούκλα σε
ένα παζάρι. Τις Κυριακές ντυνόταν το καλό της φουστάνι και καθόταν πάνω σε μια
απλωμένη κουβέρτα, ανάμεσα στα ράθυμα πόδια των ανθρώπων και στα αρπαχτικά τους
μάτια που αναζητούν επίμονα τις ευκαιρίες. Γύρω της ποικίλα σπαράγματα ξένων
ζωών, ρημαγμένων νοικοκυριών, τραυματισμένα από τα χρόνια και τους ανθρώπους,
διαθέσιμα για μια τελευταία χρήση μέχρι το θάνατο. Ραγισμένα βάζα, γύψινα
μπιμπελό, παλιές φωτογραφικές μηχανές, ορειχάλκινα γουδιά, καρφίτσες και
παράσημα ελληνικά και ξένα, μετάλλια και διαμνημονεύσεις, βιβλία κάθε είδους, λάμπες λαδιού και
φωτιστικά, κάδρα με ζωγραφιές και αυτοκινητάκια, ιατρικά εργαλεία, γυαλιά από
πολυέλαιους, γραμμόφωνα και δίσκοι βινυλίου.
Ξάφνου στάθηκε μπροστά της ένα όμορφο,
χαρούμενο κοριτσάκι. Έδειξε την κούκλα σε έναν κύριο που της κρατούσε το χέρι. «Κοίτα
μπαμπά μια ανάπηρη κούκλα» του είπε. Κι ύστερα φύγαν από ‘κει και πήγαν κι έφαγαν
παγωτό στη λιακάδα και τα χείλια τους γέμισαν σοκολάτα και γελούσαν κι ήταν σαν
να είχαν και οι δύο ένα γλυκό μουστάκι ή ένα μεγάλο περίγραμμα γύρω από το στόμα,
όπως των κλόουν. Που πριν την παράσταση ζωγραφίζουν ένα τεράστιο χαμόγελο να κρύβει
την αναπηρία της ευτυχίας τους. Ή να την αναδεικνύει τελοσπάντων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου