Buenos Aires
21 Ιουλίου 1971
Αδελφούλα,
Ο αέρας φυσάει λυσσασμένα στο Μπουένος Άιρες κι είναι τόσα αυτά που έχω να σου πω. Το κεφάλι μου πονάει προσπαθώντας να τα βάλει σε σειρά. Είναι μια μεγάλη πλατεία σε αυτή την πόλη, η Πλατεία του Μάη, μου άρεσε να την περπατώ τις νύχτες της εξόδου μου και να φαντάζομαι πως είμαστε μαζί, πως σου μιλάω… σου μιλάω κι εσύ γελάς. Σαν να περπατούμε στα ανθισμένα λιβάδια του χωριού μας, στους ελληνικούς Μάηδες που έχω αφήσει πίσω μου. Σε φαντάζομαι να διαβάζεις αυτές τις γραμμές και λαχταράει η ψυχή μου να δω το πρόσωπό σου, να ακούσω τη φωνή σου, να ακουμπήσω τα χέρια σου αδελφούλα και να τα φιλήσω. Δεν σε ρωτάω, μου αρκεί να ελπίζω πως είσαι καλά – ό,τι κι αν μου απαντήσεις δεν θα μπορώ να το διαβάσω σε λίγες μέρες… Δεν θα κάτσω πολύ εδώ, το γράμμα σου δεν θα με βρει. Μπαρκάρω.
Δεν ξεχνώ στιγμή όσα ζήσαμε μαζί, τα παιχνίδια μας στην Ερμιόνη, τους τσακωμούς και τα φιλιώματα με τα ξαδέρφια μας, τη γιαγιά τη Γιόνα, τη μυρωδιά της ζακέτας της που μας έκλεινε μέσα και τους δυο μας τις νύχτες του Σεπτέμβρη – θυμάσαι τα παραμύθια της, Άννα; Θυμάσαι που φοβόμουν, κολλούσα πάνω σου κι έκλεινα τα μάτια όταν οι ιστορίες της ζωντάνευαν δράκους και σκιές; Καμιά φορά θαρρώ πως η Γιόνα ακόμη με τυλίγει με την πράσινη ζακέτα της κάτι παγωμένες νύχτες σαν κι αυτή. Και άδειες. Και γεμάτες φαντάσματα. Σαν Παναγιά με τυλίγει η Γιόνα εδώ στην άκρη του κόσμου, Άννα!
Πάντα τα φοβόμουν τα φαντάσματα αδελφούλα – τώρα πιο πολύ. Νομίζω πως μπορώ όμως πια να σου πω γι’ αυτά που με στοιχειώνουν. Και να σου εξηγήσω γιατί δεν έχω γυρίσει πίσω όλα αυτά τα χρόνια, γιατί δεν σου έγραψα, γιατί δεν απάντησα στα γράμματά σου.
Θυμάσαι όταν τελείωνα τη Σχολή το ‘62; Έμενα στον Πειραιά, σε ένα χαμηλό σπιτάκι στη Λάκκα του Βάβουλα μαζί με ένα παιδί από τη Θήβα, το Μάριο! Σου είχα γράψει πόσο ενθουσιασμένος ήμουν, πόσο στηρίζαμε ο ένας τον άλλο, πόσο απολάμβανα τις βραδιές μας σε εκείνο το νοικιασμένο δωμάτιο, εκείνος να παίζει κιθάρα και να τραγουδάει κι εγώ να ζωγραφίζω με τις ώρες. Πόσο στηρίξαμε ο ένας τον άλλο στη μελέτη και τις εξετάσεις… κι αν τα καταφέραμε, εκείνος να γίνει μηχανικός κι εγώ πλοίαρχος, το χρωστάμε ο ένας στον άλλον. Το βράδυ που όλα τελείωσαν, η σπουδή μας, βγήκαμε, γλεντήσαμε, ήπιαμε, κι αποχαιρετήσαμε μεθυσμένοι κι έξαλλοι από χαρά κάθε κορίτσι στην Τρούμπα – «τώρα για εμάς θα υπάρχουν μονάχα οι θάλασσες του κόσμου» φωνάζαμε βραχνιασμένοι χαράματα ανεβαίνοντας την Πύλης. Κι ήμασταν ήδη φευγάτοι, έτοιμοι να παρασυρθούμε στων κυμάτων την ορμή.
Εκείνο το αχάραγο πρωινό όμως άλλα κύματα φουρτούνιασαν τη ζωή μας όταν πια ξαπλώσαμε χαρούμενοι και μεθυσμένοι στο καμαράκι μας, Άννα! Πράγματα κρυμμένα και αμαρτωλά, φωτιές ηδονικές κι αγάπη ορμητική τάραξε τα σεντόνια, τα στρώματα, τα σώματα, τα στόματά μας.
Πώς θα μπορούσα, πώς θα μπορούσε να συνεχίσουμε μετά από εκείνο το πρωινό; Πώς να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλο στα μάτια χωρίς να δούμε εκεί να καθρεπτίζεται ο πόθος μας να επαναλάβουμε, να επαναλαμβάνουμε χωρίς τέλος τα άνομα πάθη μας; Όλα άλλαξαν πια. Έπρεπε να χωριστούμε για να μην μας κάψει η φωτιά που είχαμε ανάψει. Ο Μάριος έφυγε κατευθείαν για τη Θήβα, η μάνα του ήταν άρρωστη και στα τελευταία της. Λίγο αργότερα πέθανε. Μπάρκαρε 3 μήνες μετά – μου το είπε ο Γιάννης ο Οικονομάκος που κράτησε επαφή μαζί του.
Ήσουν μικρή για να ακουμπήσω πάνω σου την απελπισία, τη ντροπή και τη μοναξιά μου αδελφούλα. Στον πατέρα και στη μάνα ούτε κουβέντα. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει. Κανείς δεν έπρεπε να καταλάβει. Κανείς δεν θα καταλάβαινε. Μόνο η θάλασσα θα μπορούσε ίσως να με κρατήσει μακριά από εκείνη τη θαυμάσια κι ολέθρια νύχτα του Πειραιά.
Ταξίδεψα σε κάθε γωνιά αυτού του κόσμου, Άννα. Από τη Σαγκάη και την Αγκόλα, ως το Όσλο και το Μπουένος Άιρες. Δεν αρνήθηκα μπάρκο, δεν φοβήθηκα τις κρίσεις, ούτε τους πειρατές. Δεν έμεινα πάνω από 2 βδομάδες σε λιμάνι, δεν έμεινα πάνω από μια νύχτα σε αγκαλιά.
Αννούλα, το γράμμα μου αυτό δεν είναι για καλό. Κι αν σε στενοχωρήσουν όσα σου πω μην αμελήσεις να με σκεπάσεις με το γλυκό σου χαμόγελο, αδελφούλα – γιατί φοβάμαι πάλι τους δράκους και τις σκιές. Δεν είμαι απόψε που σου γράφω στην Πλάζα ντε Μάγιο, αλλά σε μία κλινική, στην κλινική του Σαν Τέλμο. Το τελευταίο ταξίδι στην Αγκόλα άφησε στο αίμα μου μια επικίνδυνη μόλυνση, οι πυρετοί κι εμετοί έχουν γίνει πια κρίσεις – η μαλάρια είναι ύπουλη κι εγώ πολύ κουρασμένος για να τη νικήσω.
Άννα, έχω ανοίξει ένα λογαριασμό στο όνομά σου, στην Εθνική Τράπεζα. Τι να τα κάνω τα λεφτά της εταιρίας στις θάλασσες όλα αυτά τα χρόνια; Δεν τα χρειάστηκα, δεν τα χρειάζομαι, δεν θα τα χρειαστώ. Είναι δικά σου.
Σου στέλνω κι ένα βιβλίο – δεν είναι για να το διαβάσεις. Παρεκτός και σε ενδιαφέρουν οι ατμολέβητες, αδελφούλα. Το ‘χω όλα αυτά τα χρόνια μαζί μου, στο μαξιλάρι και τα όνειρά μου. Στην τελευταία του σελίδα εκείνο το πρωινό του ‘62 στη Λάκα του Βάβουλα ζωγράφισα το Μάριο. Ο ύπνος τον είχε πάρει μαζί του κι εγώ καθόμουν πλάι του εξερευνώντας τη γεωγραφία του σώματός του, το πρόσωπο, την ανάσα του, τα λεπτά του χέρια. Λοιπόν αυτή η ζωγραφιά σε αυτό το βιβλίο είναι ένας χάρτης ναυτικός της ζωής μου. Σε ικετεύω αδελφούλα να του το στείλεις. Ο Οικονομάκος θα σε βοηθήσει να τον βρεις, τα τελευταία του ταξίδια ήταν με τα πλοία του Ωνάση στον Περσικό.
Οι Ατμολέβητες αδελφούλα κινούν τον κόσμο, μετατρέπουν τα καύσιμά μας σε φωτιά που καίει τις θάλασσες και τις εξατμίζει. Όταν σκουριάσουν, όταν ραγίσουν, τους πετούν, ο ιδρώτας τους δεν κινεί πια τις μηχανές της ζωής. Κι οι ναυτικοί καμιά φορά Αννούλα είναι ατμολέβητες.
Σκέφτομαι τη Γιόνα απόψε που κατάφερα να τελειώσω αυτό το γράμμα. Το απόγευμα άλλη μια επιληπτική κρίση παραλίγο να με σκοτώσει. Ένιωσα όμως να έρχεται πλάι μου η γιαγιά και να με σκεπάζει με την πράσινη ζακέτα της κι έφυγαν οι δράκοι κι οι σκιές. Νομίζω θα πάω μαζί της αδελφούλα. Στα παραμύθια της θα πάω.
Σε αγαπώ αδελφούλα μου,
Αλέκος.
***
Πριν λίγες μέρες καταλογογραφώντας μια συλλογή εκδόσεων του Πειραιά, εντόπισα ένα βιβλίο με τίτλο “Ατμολέβητες” του Γ. Ζ Συρίγου και υπότιτλο "διά τους μαθητάς της Γ τάξεως Ε.Ν. των Ν Σχολών Μηχανικών". Στην τελευταία σελίδα του βιβλίου υπάρχει ένα σκίτσο που εικονίζει έναν άντρα. Η ανάρτηση του εξωφύλλου και του σκίτσου στο fb προκάλεσε πολλά σχόλια τόσο για τον κάτοχο του βιβλίου όσο και για τον άγνωστο καλλιτέχνη του σκίτσου. Η δυναμική αυτής της κουβέντας και των εικασιών ήταν το έναυσμα, για ένα διιστολογικό αφιέρωμα. Σαν τον παλιό (καλό) καιρό...
Συμμετέχουν:
ΤσαλαπετεινόςQuasar
Rubies and Clouds (RubinakiM)
Rubies and Clouds (Nefosis)
6 σχόλια:
Όλοι αυτοί οι φοβεροί, οι ανεπίδοτοι έρωτες.. υπέροχο, υπέροχο!
Και να ξεχάσω μια μέρα αυτό το ποστ, θα θυμάμαι πάντα τη φράση: "Οι Ατμολέβητες κινούν τον κόσμο". Και ατμολέβητας για τον καθένα μας, άλλο πράμα.
Να σαι καλά Γιώργο που έγινες πάλι η αφορμή να ξανανταμώσουμε σε αγαπημένα λημέρια.
Πολύ συγκινητική ιστορία, Γιώργο.
Σε ευχαριστώ κι εγώ για αυτή τη συνάντηση.
ωραίο γράμμα λύτρωσης! Να'σαι καλά!
Και να που ένας ανεκπλήρωτος έρωτας κατάφερε να γεννήσει τόσες ιστορίες.
Ευχαριστούμε γι αυτό το σκούντηγμα.
Ατμολέβητες κι οι ανεκπλήρωτοι έρωτες...
Πολύ ωραίο, Γιώργο!
Δημοσίευση σχολίου