Η πόλη που γεννήθηκα δεν είναι όμορφη, κι ας είναι όμορφα τα παιδικά μου χρόνια σε αυτήν. Οι κάτοικοί της δεν την αγαπούν, μοιάζει σαν κάποιος να τους ανάγκασε να ζήσουν εκεί, δεν θα φροντίσουν τα σπίτια τους, τους δρόμους και τις παραλίες της. Θα ψηφίσουν χυδαίους δημάρχους και δημοτικές αρχές. Είναι μια σκουριασμένη πόλη γεμάτη σκουπίδια καλά κρυμένα στις ψυχές των ανθρώπων της, υπάρχουν κι εξαιρέσεις που αντιστέκονται.
Η πόλη που γεννήθηκα δεν είναι η πόλη που γεννήθηκα. Ίσως γεννήθηκα σε ένα αγρόκτημα με ελιές και πορτοκαλιές, ίσως γεννήθηκα στα καλοκαίρια σκαρφαλωμένος στα δέντρα, στα κάστρα και στα περιβόλια, κάτω από τους σχίνους του Σαρωνικού ή δίπλα στα κυπαρίσια, στα αρχαία όστρακα ενός λαμπρού παρελθόντος (νομίζω πως αυτό ήταν το πιο μεγάλο ταξίδι που αξιώθηκα στη ζωή μου, ταξίδι στο χρόνο). Κι αλήθεια, ίσως να μην γεννήθηκα σε ένα τόπο, μα σε ένα χρόνο, ή καλύτερα στου χρόνου τα σκορπισμένα σπόρια εδώ κι εκεί.
Απόγευμα μιας Παρασκευής του Ιουνίου. Οι άνθρωποι φωνάζουν στην παραλία. Παίζουν, γελούν, νικούν, μαλώνουν, λένε μυστικά, κοιτάζουν μυστικά. Κι ύστερα φεύγουν. Και μένει η νύχτα απορημένη πίσω τους.
***
- Τέσσερα, τέσσερα...
Τα τριζόνια στο μονότονο τέμπο της νυχτερινής τους λειτουργίας. Μεσάνυχτα Σαββάτου στα σύνορα της πόλης που γιορτάζει τον πολιούχο της. Ξεκινάει ένα από τα πανηγύρια και οι καλλιτέχνες των σκυλοδημοτικών στο parking του σταθμού του Προαστιακού μετρούν αντίστροφα. Δώδεκα το βράδυ. Γιατί μπορούν. Γενικά στην πόλη τα σκυλοδημοτικά τα αγαπούν δημότες και δημοτικές αρχές, και τον Σεφερλή αγαπούν, γιατί είναι δικό τους παιδί, γεννήθηκε εδώ. Και η αστυνομία αγαπά τα πανηγύρια, γιατί οι ώρες κοινής ησυχίας δεν υπάρχουν όταν οι πολλοί γλεντούν, μαζί με τους πολλούς κι οι μπάτσοι. Γιατί στη θεοκρατία υποκύπτουν όλες οι αρχές, κι όποιου δεν του αρέσει να πάει να ζήσει στο Ιράν. Για ώρες το echo του κλαρίνου και της λαϊκιάς τρυπάει τα αυτιά μέσα στη νύχτα. Και συναντιέται με τους ήχους ενός άλλου πανηγυριού που γίνεται κάπου αλλού μέσα στην πόλη. Ένας έξαλλος αχταρμάς αρπαχτής, γουρνοπούλας, θρησκευτικού πάθους, άμφια και λαμέ στη φόρα, μπάτσοι που λικνίζονται ράθυμα στης τσίκνας τον καπνό, σκουπίδια, πολλά σκουπίδια παντού, κολλητοί, πολύ κολλητοί, μια πόλη για τα πανηγύρια. Η Κόρινθος. Στις 06.50 τελείωσαν τα κλαρίνα, ξεκίνησαν πια να χτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών...
***
Έχω αράξει στη βεράντα και διαβάζω ένα διήγημα του Bradbury, ή μάλλον προσπαθώ να διαβάσω. Γιατί κάθονται εκείνες πιο πέρα και μιλούν για άντρες και γελούν και διαβάζω ξανά και ξανά τις ίδιες φράσεις και το νόημά τους εξατμίζεται σαν νερό σε πυρωμένη άσφαλτο γιατί εκείνες γελούν, γυναίκες διαφορετικής γενιάς που μιλούν για άντρες γενικά και ειδικά. Έχω διαβάσει δέκα φορές ένα διήγημα 4 σελίδων και είναι κάθε φορά σαν να το διαβάζω πρώτη. Τελικά κλείνω το βιβλίο και νικημένος αποχωρώ. Νομίζω πως τώρα γελούν με μένα...
***
Κάποια μέρα πρέπει να ασχοληθούμε επιτέλους με τη λογοτεχνία - με μια ιδιαίτερη επιμονή στα διηγήματα. Πρέπει να δούμε τι συμβαίνει ανάμεσα στις ιστορίες που τελειώνουν κι αυτές που αρχίζουν. Είναι δυνατό να μην διαβιεί τίποτα στο σύνορο; Σε ένα διήγημα του Bradbury ένας σκύλος τρέχει στο γκαζόν "με τη μισή γλώσσα του έξω από το στόμα σαν μια χαλαρά δεμένη γραβάτα, χαμογελώντας στα δέντρα". Απάντησαν ποτέ τα δέντρα στο χαμόγελο του σκύλου; Πού πήγε μετά ο σκύλος; Σε ένα άλλο διήγημα του συγγραφέα; Στο μυθιστόρημα ενός άλλου συγγραφέα; Είναι της ίδιας ράτσας τα σκυλιά της πεζογραφίας και της ποίησης; Τα σκυλιά της λογοτεχνίας ζουν και στον δικό μας κόσμο; Εμείς είμαστε ήρωες μιας ιστορίας ή ζούμε απλά τη ζωή μας; Ένας συγγραφέας ζει μέσα στις ιστορίες του ή έξω από αυτές;
Μια μέρα πρέπει να ανασκάψουμε τις ιστορίες των βιβλίων - με κίνδυνο ίσως να ανακαλύψουμε τελικά πως είναι απλά ιστορίες
***
Διαβάζω το βιβλίο μου στη σκιά του σχίνου. Νομίζω πως όλα διεκδικούν την απόλυτη κυριαρχία: μυρίζει ρετσίνι των κυπαρισσιών, το αεράκι κουβαλάει την αλμύρα της θάλασσας, το τερέτισμα των τζιτζικιών είναι σε οργιώδη έξαψη. Ό,τι θα όριζες δηλαδή ως ελληνικό καλοκαίρι. Είμαι ξαπλωμένος στο χώμα. Πάνω στα πεσμένα φύλλα του σχίνου περπατάει ένα κόκκινο έντομο, τα βήματά του δεν τα ακούει κανείς. Κάτι ψάχνει με μεγάλη σπουδή. Δεν θα μάθουμε ποτέ αν το βρήκε.
***
Αν μπορούσα, δεν θα την άφηνα μόνη της. Ακόμη και τις κρύες μέρες του χειμώνα. Αγαπώ τη θάλασσα λίγο λιγότερο από τα βιβλία, λίγο περισσότερο από τους ανθρώπους. Την αγαπώ όταν νευριάζει και γεμίζει φύκια τις ακτές και ξερνάει τα σκουπίδια στις άσχημες πόλεις της επαρχίας. Κι οι άνθρωποι καμώνονται πως δεν τα βλέπουν, πως δεν είναι δικά τους.
***
Ήταν ο πρώτος ποιητής που γνώρισα στη ζωή μου, νομίζω το 1987. Ανεβαίνοντας πρώτη φορά στην Πλούμιτσα. Ήμουν 13 χρόνων, στο σχολείο είχαμε διδαχθεί ένα ποίημά του - αν και η ποίηση δεν διδάσκεται. Νόμιζα πως οι ποιητές ήταν νέοι, έτσι τους είχα φανταστεί, κι ίσως έτσι να 'ναι. Όμως ο Νικηφόρος είχε σκαμμένο το πρόσωπό του σαν αρχαία χαρουπιά. Κάτι με επιστρέφει έκτοτε στην Πλούμιτσα. Οι θείοι μου, ο Γιώργος και η Λίτσα, οι παλιές ιστορίες της Τρίπολης και της Δρακοπηγής, της Κοκκινιάς και του Αιγάλεω, οι Πιπιλαίοι κι οι Βρεττακαίοι, οι Μανιάτες και οι Αρκάδες, ο εμφύλιος, η προπολεμική ταπισερί της προγιαγιάς μου της "Χρυσοθέμης", τελικά η ποίηση. Ο Γιώργος δεν είναι ποιητής με τον τρόπο του Νικηφόρου, αλλά δεν ξέρω πώς αλλιώς να ονομάσω το ότι ανεβαίνει και ζει εδώ πάνω με την Αμυγδαλιά μονάχοι τους για μήνες, κεντρώνοντας τις αγριλιές αντίκρυ του Ταΰγετου.
***
Πέθανε ο μητροπολίτης της Κορίνθου και χθες όλη μέρα καθάριζαν κι έπλεναν την πόλη. Τόσο καθαρή είχαμε να τη δούμε από το θάνατο του προηγούμενου μητροπολίτη.
***
Μ' ετούτα και με τ' άλλα και με όλη τη χώρα να καίγεται παρατημένη στην τύχη της, δεν ξέρω τι νόημα έχουν πια (αν είχαν ποτέ), οι πολεμικοί εξοπλισμοί. Δεν ξέρω τι θα υπερασπίζονται τα F-35A, F-16 και Rafale, αφού όλα θα γίνουν στάχτη. Θα παραδώσουμε καμμένη γη στους κατακτητές - αν κι έχουμε ήδη κατακτηθεί από τις ύαινες της εγχώριας διαπλοκής.
Σκάνδαλα, ανικανότητα, αλλεπάλληλες καταστροφές, καθεστωτικός αυταρχισμός, φασισμός, ξεπούλημα κάθε τι πολύτιμου, υποδομές-θυσιαστήρια, διαλυμένο κράτος. Η κυβέρνηση της χώρας πρέπει άμεσα να παραιτηθεί.
***
Η θάλασσα έχει αυτή την ανησυχία του Αυγούστου. Φυσάει πολύ, οι παραθεριστές είναι ελάχιστοι, οι περισσότεροι απορροφημένοι στα κινητά τους. Ακόμη πιο λίγοι οι κολυμβητές, κυρίως παιδιά που παλεύουν με τα κύματα. Τζιτζίκια δεν ακούγονται, μόνο τα κύματα που σκάνε και σέρνονται στην ακτή.
Νομίζω πως ίσως να είναι τρελός, ίσως από μικρός να 'ταν έτσι, άγνωστο γιατί. Είναι μόνος, ένας γέρος που γέρνει μπροστά, έτοιμος να πέσει στο ανείπωτο. Φτάνει στην ακτή. Αφήνει μια ξεφτισμένη πετσέτα να φύγει από τα χέρια του, όπως θα αφαιρούσε ένας άγγελος τα φτερά του. Βγάζει την μπλούζα του, την αφήνει κι αυτή να πέσει, σαν γλάρος που ρίχνεται με πλάγια βουτιά στη λεία του, και προχωράει ετοιμόρροπος προς την ανταριασμένη θάλασσα. Πλησιάζει δύο εφήβους που παλεύουν με τα κύματα, τους καλημερίζει και τους χαμογελά αμήχανα. Εκείνοι δεν του απαντούν και συνεχίζουν ωραίοι κι αδιάφοροι να συγκρούονται με το πέλαγο. Εκείνος πηγαίνει ολοένα και πιο βαθιά, περνάει τη γραμμή του τυρκουάζ και μπαίνει στο σκούρο μπλε της θάλασσας που αφρίζει μανιασμένα και πιο πέρα. Μέχρι που ύστερα από λίγο το καλοκαίρι τελειώνει.
***
Όσο κι αν σας διαβεβαίωνα χθες πως το καλοκαίρι τελείωσε ξαφνικά, πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να το διαψεύσω τώρα. Πρώτα εμφανίστηκαν δύο σπουργίτια που άρχισαν να τιτιβίζουν παιχνιδιάρικα περπατώντας ανάμεσά μας σαν βιαστικές υπογραφές σε επίσημο συμβόλαιο. Ήταν λοιπόν ξεκάθαρο πως ανήγγειλαν με τον τρόπο τους τον ερχομό του. Ο τρελός γέρος εμφανίστηκε πάλι στην μισοέρημη παραλία. Κι ενώ λυσσομανούσε ο άνεμος, στάθηκε μπροστά στην αγριεμένη θάλασσα, τα μάτια του επιθεώρησαν το αφρισμένο στράτευμα, σήκωσε το χέρι του και με ένα νεύμα όλα σταμάτησαν: ο αέρας, τα όνειρα των ξεχασμένων κολυμβητών, οι σελίδες των ανοιγμένων βιβλίων. Μόνο τα δύο σπουργίτια συνέχιζαν να παίζουν αδιάφορα στο θαύμα.
***
Δεν έχω συνηθίσει να ομιλώ όπως εσείς, θα μου συγχωρέσετε ίσως τον τρόπο που κάπως θα επιχειρήσω να περιγράψω τα παρακάτω. Κοντολογίς δεν το βρίσκω απαραίτητο: για τι να πω όταν όλοι γύρω μου για κάτι μιλούν ;Τι θα πρόσθετα σε αυτή τη βουή του κόσμου; Ένας πιτσιρίκος ζητάει απελπισμένος την αγκαλιά της μαμάς του καθώς το κύμα της θάλασσας τον πνίγει - κι εμένα συνήθως με πνίγουν οι ταραχές της ζωής μου. Ένας άντρας δίπλα μας αφηγείται σε μία κυρία με κάθε αναλυτική λεπτομέρεια πώς έμαθε στα παιδικά του χρόνια να κάνει διάφορα ζογκλερικά κόλπα. Κι αλήθεια πόσες φορές δεν προσπάθησα κι εγώ να μην κόψω τα μέσα μου καταπίνοντας σπαθιά. Ένας ευειδής νεαρός ρώτησε πριν λίγο μια γηραιά κυρία "θέλετε βοήθεια;" κι αλήθεια ποιος δεν θέλει τη βοήθεια ενός ξένου, ειδικά αν του προσφέρεται. Ως κι η σιωπή των ανθρώπων γύρω μου μοιάζει να μου είναι χρήσιμη. Γιατί ποτέ η σιωπή δεν είναι σκέτη σιωπή. Εδώ που τα λέμε, το να μην πεις κάτι είναι ένας τρόπος να το πεις. Ακόμη και τα βιβλία που διαβάζω, κυρίως οι ιστορίες τρόμου και τα ποιήματα, είναι αυτά που θα ήθελα κι εγώ να αφηγηθώ.
Υπ' αυτή την έννοια λοιπόν δεν έχω ανάγκη να ομιλώ, αφού όσα χρειάζεται να ειπωθούν κάποιος άλλος τα λέει γύρω μου για μένα. Διαλέγω λοιπόν να μιλήσω με τα λόγια των άλλων
Υπ' αυτή την έννοια κακώς ερμηνεύετε τη σιωπή μου στην ερώτησή σας ως κάποιο αδικαιολόγητο σνομπισμό. Όμως αν προσέξετε καλύτερα, ήδη απαντήσατε ρωτώντας με "τι κάνετε;" Μα ακούω τον κόσμο. Έχουν τόσα πολλά να πουν...
***
Κι αν δεν συνεχίζαμε πια τη ζωή μας ως άνθρωποι; Κι αν ξερωγώ συνεχίζαμε σαν χαλικάκια σε παραλία ή σαν παμπάλαιος σχίνος ή σαν κάποιο ζουζούνι κάτω από αυτόν ή σαν ένα φιλί που δόθηκε κατακαλόκαιρο, βιαστικό αλλά με τόση ορμή; Αν έστω συνεχίζαμε το υπόλοιπο της ζωής μας σαν ένα καλοκαίρι που αποφάσισε να μην δώσει στο φθινόπωρο τη θέση του; Αν δεν κάναμε το πρώτο βήμα που είναι τόσο απαραίτητο για το πλήθος τα άλλα; Αν απλά λέγαμε "όχι"; Έγινε ποτέ αυτό; Και τι έγινε με αυτούς που αρνήθηκαν; Πού είναι τώρα; Μήπως; Μήπως το καλοκαίρι μου το πέρασα χαζεύοντας χαλικάκια, διαβάζοντας στη σκιά του σχίνου, φιλώντας για λίγα δευτερόλεπτα την καλή μου, μήπως όλα αυτά γύρω μου, ως κι η έξαψη της μέρας που τελειώνει είναι απλά όσοι κι όσες αρνήθηκαν να συμβιβαστούν; Όσοι δεν υποχώρησαν; Όσα γρανάζια δεν επέστρεψαν ποτέ στη μηχανή τους;
***
Σκληρύναν οι πατούσες μου. Μπορώ να περπατώ στα βότσαλα χωρίς να μοιάζω με σχοινοβάτη σε επίφοβη ακροβασία. Το δέρμα μου γδαρμένο από κλαδιά και γατιά, ψημένο στο αλάτι της θάλασσας παλεύει να αποκαταστήσει τη δική του τάξη. Τα μαλλιά μου μακρύναν - το επίμονο χτύπημα του ανέμου τα σμιλεύει στο μνημειακό σχήμα της ταραχής. Κι όσο το σώμα μου δοκιμάζεται από τις κακουχίες του καλοκαιριού, ημερεύουν τα μέσα μου και μαλακώνει το βλέμμα. Μπορώ να δω πια το βασίλεμα του ήλιου, την ανατολή και τις φάσεις της σελήνης, τα ποικίλα μπλε της θάλασσας του Αυγούστου, μπορώ να ακούσω τα τριζόνια τις νύχτες, τη βουή των κυμάτων, το σπάσιμο της ρώγας του σταφυλιού, τους ασήμαντους ήχους της ζωής.
Αποτιμώντας λοιπόν κάπως το φετινό καλοκαίρι θα έλεγα εντέλει αυτό: σκληρύναν οι πατούσες μου και μαλάκωσε η ψυχή μου. Αχ τα καλοκαίρια. Αν δεν υπήρχαν, θα είχαμε ολότελα χαθεί μες στα παπούτσια μας και πίσω απ' τα γραφεία και τις οθόνες μας.
***
Είναι ένας άντρας, στη θάλασσα είναι και με τα κύματα παλεύει. Νομίζω πως δεν παλεύει. Πως δεν παλεύει με τα κύματα. Με τα μέσα του παλεύει. Ίσως πάλι να είναι που τα κύματα είναι μεγάλα, μεγάλα είναι και μέσα του, αφρίζουν και δεν σταματούν. Στην ακτή να χτυπούν με μανία δεν σταματούν. Κι αέρα έχει. Κι οι γλάροι πετούν. Λευκοί, κι οι γλάροι λευκοί πετούν. Κι ο άντρας παλεύει να μείνει. Στη θάλασσα να μείνει γιατί το καλοκαίρι τελείωσε και πρέπει να φύγει. Δεν πρέπει να φύγει. Γιατί να μείνει θέλει. Εκεί να μείνει. Στα κύματα που μέσα του σκάνε με ορμή.
***
Και γυρίσαμε. Εννοώ γυρίσαμε. Κι ο καθένας βάζει κάτι στη θέση του. Κι έχω κάτσει στο τραπέζι της κουζίνας. Και χωρίζω τα βιβλία του καλοκαιριού. Όσα πρόλαβα να διαβάσω κι όσα μείναν στη μέση γιατί αλλού με πήγαιναν οι αναγνωστικές μου διαθέσεις και θα τα συναντήσω το επόμενο διάστημα. Φωτογραφίζω όσα διάβασα. Τα κοιτάζω μια τελευταία φορά πριν μπουν στο ράφι. Καθένα κι οι δικές του συνθήκες σε αυτό το δίκοχο καλοκαίρι. Η Μπαλάντα του λυπημένου καφενείου (ξανά μετά από 25 χρόνια) στην Ποσειδωνία τα απογέματα του Ιουλίου, το Θείο τραγί στον κήπο αργά το βράδυ, τα Ημερολόγια των άστρων στο σχίνο του Σαρωνικού, ο Μπράντμπερι στην πολυθρόνα, ο Λοιμός στα 5Φ, ο Λάβκραφτ στο υπόγειο, ο Roth ένα σούρουπο του Ιουλίου, ο Γονατάς μετά τον Λάβκραφτ - πρόσθετα δικά μου στον Καρδινάλιο, συνδύαζα Λάβκραφτ με Γονατά, άβυσσος το μυαλό του αναγνώστη.
Κοιτάζω τα βιβλία μου, όχι σαν κάποιο τρόπαιο ανάγνωσης, αλλά σαν καρτποστάλ από τα ταξίδια του καλοκαιριού. Σιγά τα ταξίδια θα μου πεις, δίπλα είναι η Κόρινθος. Μα η Κόρινθος είναι η πύλη μου στο χθες και το αύριο, στο μέσα και το πιο μέσα μου και το πέρα-πέρα.
Έχω βάλει στο στερεοφωνικό της κουζίνας το Γουόκμαν του Μούτση. Μεταιχμιακή αυτή η ειρωνική του τρυφερότητα, σαν τις εποχές που εναλλάσσονται. Το ακούω ξανά και ξανά.
***
οι ζωγραφιές είναι της Στέλλας Κ.