[Αναδημοσίευση από το άρθρο του "Βιβλιοθηκάριου" στην "Αυγή", Κυριακή 30/12/2012]
Διασχίζω τους διαδρόμους της
βιβλιοθήκης, που κατά κάποιο τρόπο είναι και οι δρόμοι του πνεύματος. Σχεδόν
ρυθμικά ψιθυρίζω το ποίημα του Σαχτούρη: «δεν έχω γράψει ποιήματα/μόνο σταυρούς
σε μνήματα καρφώνω». Οι περισσότεροι συγγραφείς αυτών των βιβλίων κείνται σε
αλφαβητική σειρά μπροστά στα μάτια μου. Μοναδικό τους ίχνος τα βιβλία αυτά: η
μάταιη μάχη τους να εξηγήσουν, να περιγράψουν, να προβλέψουν, να πληροφορήσουν,
να φανταστούν. Ό,τι κι αν πέτυχαν με όλα τούτα τα βιβλία το πέτυχαν για λίγο ή
για τους άλλους. Κέρδισαν ίσως μια αιωνιότητα, όμως δεν είναι εδώ και τώρα να
τη διαχειριστούν. Άχρηστη αιωνιότητα ίσως η μη διαχειρίσιμη.
Η δουλειά μου, αιώνες τώρα, είναι
αυτή η φροντίδα: ο διάλογος του ίχνους που αφήνουν πίσω τους οι άνθρωποι που
διανοήθηκαν, ο διάλογος των βιβλίων που γειτνιάζουν στα ράφια της βιβλιοθήκης.
Δεν είναι δουλειά μου να επιλέγω, να προτιμώ, να λογοκρίνω. Υπηρετώ την αναρχία
του πνεύματος. Όχι την αφασία, όχι τη θανατερή ησυχία μετά τη μάχη των ιδεών
και των ανθρώπων, την αναρχία υπηρετώ. Φροντίζω τις μάχες που γίνονται,
φροντίζω οι μάχες να γίνονται. Υπηρετώ την ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση, διακονώ
τη συγκέντρωση και την οργάνωσή της, φτιάχνω κλειδιά για την ιστορία, την
επιστήμη, την τέχνη. Για όλους. Όχι για κάποιους
Ανοίγω την πόρτα σ’ εσάς-
αναγκαστήκατε μπαίνοντας εδώ να αποδεχθείτε ότι δεν τα ξέρετε όλα, ότι η
φαντασία και η σοφία σας έχει όρια. Πόσο σεμνούς σας φέρνουν εδώ τα όριά σας. Για
μένα δεν έχει σημασία ποιος είστε, τι ξέρετε. Μόνο ό,τι χρειάζεστε με νοιάζει.
Και στις ανάγκες μας είμαστε όλοι ίσοι. Θυμάμαι ποιους είδα φέτος στο
αναγνωστήριο, σκυμμένους πάνω στα βιβλία: φοιτητές, μαθητές, πρώην υπουργούς,
βουλευτές, εισαγγελείς, νοικοκυρές, ακαδημαϊκούς, γιατρούς, εργάτες, καθηγητές,
δικηγόρους, συγγραφείς, ερευνητές, δεξιούς, αριστερούς, πιο δεξιούς, πιο
αριστερούς και τους… μεσαίους.
Αυτά τα χρόνια τα τελευταία, τους
μήνες αυτούς της σαρκοβόρας κρίσης, οι κυβερνήσεις κλείνουν βιβλιοθήκες, τις
απαξιώνουν, τις στραγγίζουν οικονομικά, τις στερούν από το όραμα και τον
κοινωνικό τους ρόλο. Τις παραδίδουν πομπωδώς στην ελεημοσύνη των χορηγών- λες
και ο πολιτισμός είναι τα ψίχουλα που επιστρέφει το κεφάλαιο σε όσους φτιάχνουν
το καρβέλι.
Διασχίζω τους διαδρόμους της
βιβλιοθήκης, που κατά κάποιο τρόπο είναι και οι δρόμοι του πνεύματος. Πιάνω στα
χέρια μου ένα σχολικό βιβλίο που αγαπώ: «Ι ζοί ςε αριθμύς». Εκδόσεις
«Κομυνιςτίς». Εκδόθηκε στο Ροστόβ-Ντον το 1932 από Έλληνες. Με φωνητική ορθογραφία.
Φτάνω στο τέλος του διαδρόμου, διαβάζω στον κολοφώνα του βιβλίου:
«Σιμίοςι. Επιδί δεν ιπίρχαν τόςα
πολά ςιμάδια + (ςιμάδι τις πρόςθεςις) ανανκάςτικε το εκδοτικό να μεταχιριςτί ςε
μερικές περιπτόςις τι λεκςύλα «κε» αντί τυ ςιμαδιύ +.»
Αναλογίζομαι πως και με τα πιο
λίγα υλικά, και με τα πιο λίγα μέσα θα υπηρετούμε πάντα την ανάγκη σας για
γνώση. Γιατί δεν είναι τα μέσα που μας κρατάνε ζωντανούς, αλλά οι ανάγκες σας.