Μου είπες πως δεν γράφω πια κείμενα σαν εκείνο με τα
τριζόνια. Ίσως να μου είπες πως το θυμάσαι αυτό το κείμενο και πως σου είχε
αρέσει. Νομίζω πως το διάβασε ένας φίλος σε μια εκπομπή του προχθές. Είμαι σχεδόν
σίγουρος πως εγώ πρώτα σου είπα πως δεν γράφω πια τέτοια κείμενα. Σκέφτηκα όμως
πως ίσως κι εσύ να μην διαβάζεις πια τέτοια κείμενα. Για δικούς σου λόγους –
συνήθως όταν είσαι ερωτευμένος δεν σε ενδιαφέρουν αυτά, σαν να αντικαθιστάς τη
γραφή με τον έρωτα (για να μην πω με το πήδημα).
Τέλος πάντων. Σου είπα πάντως κάπως βαρύγδουπα είναι η
αλήθεια πως εγώ γράφω και διαβάζω όπως ανασαίνω. Δεν μου είναι εύκολο, αλλά μου
είναι αναγκαίο. Η γραφή και η ανάγνωση οριοθετεί την υπαρξιακή μοναξιά μου.
Βέβαια είναι και συνοριοφύλακες τα κείμενά μου, δεν αποκλείουμε την επικοινωνία
και φυσικά την αποδοχή. Μας αρέσει να αρέσει η ομορφιά και η αλήθεια αυτών που
γράφουμε. Σταματώ εδώ, μην εκτεθώ περισσότερο.
Θα σου πω λοιπόν μια μικρή ιστορία αυτών των ημερών, από
αυτές που μου αρέσουν σχεδόν όσο και η γύμνια των σωμάτων. Ο κύριος Βασίλης
έρχεται συχνά στη βιβλιοθήκη. Συντάσσει αυτό τον καιρό μια βιβλιογραφία και με
διασκεδάζει η αγωνία του να καταγράψει διά της αυτοψίας κάθε βιβλίο που τον
ενδιαφέρει. Μου αρέσει που παρά την ηλικία του, ή που εξαιτίας του πάθους για
το έργο του, αποκτά άγαρμπα αλλά με πείσμα γνώσεις και δεξιότητες για τους
ηλεκτρονικούς υπολογιστές, που τον τελευταίο καιρό μοιράζει στικάκια στους
φίλους και συναδέλφους βιβλιοθηκάριους στις διάφορες βιβλιοθήκες της Αθήνας που
τον συνδράμουν σκανάροντας τις σελίδες τίτλου των βιβλίων. «Κοίτα μην χάσεις τα
στικάκια σαν τον Βενιζέλο» τον πειράζω. Ξέχασα να σου πω πως είναι από την
Πόλη, πως μια φορά, πρόσφατα, που γύρισε από ένα ταξίδι του εκεί, με έφερε και
λουκούμια από τα «Τρία Αστέρια» στο Πέραν. Ο τρόπος που μιλάει, κοιτάζει,
κινείται και προσανατολίζεται μου θυμίζει απόλυτα την «Πολίτικη Κουζίνα», το
φιλμ του Μπουλμέτη.
Προχθές σε μια στροφή της κουβέντας, μας είπε κάπως ντροπαλά
πως την υπογραφή του την εμπνεύστηκε από τους μιναρέδες της Πόλης. Σκέψου λίγο
τι τον έδιωξε από την πόλη που γεννήθηκε, σκέψου πως ό,τι κάνει από τότε είναι
γι’ αυτήν, τα βιβλία του είναι γι’ αυτήν. Σκέψου πού περιφέρει την υπογραφή
του, σε εφορείες, ταμεία, τράπεζες, αστυνομικά τμήματα, δημόσιες υπηρεσίες και
αφήνει πάνω σε χαρτιά ζωγραφισμένους τους μιναρέδες της παιδικής του ηλικίας.
Νομίζω πως ο κύριος Βασίλης κουβαλάει την Κωνσταντινούπολη μαζί του.
Ένας λόγος που γράφω είναι γιατί με τις μικρές μου ιστορίες
συγκρατώ τις ζωές των ανθρώπων μέσα μου πριν τις τελειώσει ο χρόνος. Φτιάχνω
φωτογραφίες με λέξεις κάπως. Κι ως βιβλιοθηκάριος, τις αρχειοθετώ.
Ένα τελευταίο: τι ωραίο να μπορείς να συνοψίσεις τη ζωή ενός
ανθρώπου σε μια φράση: «εμπνεύστηκε την υπογραφή του από τους μιναρέδες της
Πόλης, από την οποία ουσιαστικά ποτέ δεν διώχθηκε»
2 σχόλια:
Να γράφεις, κάποια στιγμή και οι ερωτευμένοι θα σε διαβάσουν.
Ok!
Δημοσίευση σχολίου