Το «Μπάντενχαϊμ 1939» (Εστία, 2008, μετάφραση Μάγκυ Κοέν) και
η γραφή του Εβραίου συγγραφέα Άαρον Άπελφελντ είναι μια συνάντηση που δύσκολα
ξεχνάει ένας αναγνώστης. Όχι μόνο γιατί το θέμα του, ο εκπατρισμός και το Ολοκαύτωμα,
είναι μια ζοφερή ιστορία της Ευρώπης, αλλά γιατί ο τρόπος του να μιλήσει γι’
αυτά είναι ευφυώς υπαινικτικός, έμμεσος, οικουμενικός, εν τέλει τραγικός. Το «Μπάντενχαϊμ
1939» είναι η ιστορία μιας αποκλεισμένης πόλης, των εγκλωβισμένων κι ανυποψίαστων
σε αυτήν Εβραίων, είναι ένα χρονικό ψευδαισθήσεων ακριβώς πριν τη μεγάλη
καταστροφή. Η αφήγηση είναι μια μουσική δωματίου που ξεδιπλώνεται σιγά-σιγά – η
ίδια η αφορμή είναι ένα φεστιβάλ μουσικής μιας επαρχιακής πόλης. Οι χαρακτήρες
του έργου αποφλοιώνονται καθώς ο χρόνος κυλάει, τα αποθέματα της ευμάρειας
λιγοστεύουν και η φυγή, ο διωγμός, φαντάζει μια κάποια λύσις. Η επίμονη, εμβριθής,
αποκαλυπτική και διόλου ωραιοποιημένη περιγραφή των χαρακτήρων και των
συμπεριφορών από τον Άπελφελντ δημιουργεί ένα ασφυκτικό κλίμα αδημονίας για το
τέλος – οι αναγνώστες ξέρουμε τι θα συμβεί, πιάνουμε ωστόσο τον εαυτό μας να
προσδοκά τη λύτρωση του αφανισμού, να θέλει να φωνάξει στους χαρακτήρες του
βιβλίου «είναι οι τελευταίες σας στιγμές, θα γίνετε όλοι καπνός στα φουγάρα του
Άουσβιτς, δεν το καταλαβαίνετε;». Ο αναγνώστης βιώνει σχεδόν ένα θεατρικό δρώμενο,
βρίσκεται μπλεγμένος σε μια δεσμευτική παράσταση ενός τσεχωφικού έργου, με ποικίλες
κι άσχετες συζητήσεις γύρω από ένα γεύμα ή ένα καφέ που επιμένουν να αγνοούν το
αναπόφευκτο που ούτως ή άλλως δουλεύεται και προχωράει. Νομίζω πως η θεατρικότητα
και η καφκική ασφυξία του έργου αυτού είναι μια λογοτεχνική εμπειρία – είναι σημαντικό
πώς θα μιλήσεις. Το τέλος έρχεται, κι έρχεται στην ώρα του σφυρίζοντας και
καταπίνει τους ανθρώπους. Όλα τελειώνουν σε 4-5 γραμμές και στις γραμμές του
τραίνου που αναχωρεί με βία για την Πολωνία.
Ο Άαρων Άπελφελντ γεννήθηκε το 1932 στο χωριό Ζαντόβα του Τσέρνοβιτς (Μπουκοβίνα – σήμερα ανήκει στην Ουκρανία). Σε ηλικία 8 χρόνων βλέπει τους ναζί
να δολοφονούν τη μητέρα του και ο ίδιος κλείνεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, από
το οποίο δραπετεύει και περιπλανάται για χρόνια. Επιβιώνει. Φεύγει για την Παλαιστίνη,
στην οποία βρίσκει τον πατέρα του (δεν θα μιλήσει ποτέ για τη συνάντησή τους). Μαθαίνει
τα εβραϊκά, γιατί τίποτα από τις γλώσσες του παρελθόντος του δεν είναι πια
ζωντανό (τα γίντις της γιαγιάς του, τα ουκρανικά της υπηρέτριας, τα ρουμανικά
του δρόμου, τα γερμανικά των γονιών του), και γράφει σε αυτά τα βιβλία του. Θεωρείται
από τους σημαντικότερους ισραηλινούς συγγραφείς. Στα ελληνικά κυκλοφορεί και η «ιδιότυπη
αυτοβιογραφία του» με τίτλο «Ιστορία μιας ζωής» (Εστία, 2007, μετάφραση Μάγκυ
Κοέν).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου