Πιτσιρικάς που ήμουν κάπως έμπλεξα με μια χορωδία, ή μάλλον με δύο. Και τελικά με καμία. Ήταν πάνω που άλλαζε η φωνή μου και το πράγμα μπερδεύτηκε άθελά μου. Πρώτα πήγα στην παιδική χορωδία, αλλά ήμουν μπάσος για παιδική. Οπότε μετά πήγα στους ενήλικους που ήταν χρόνια στο χορωδιακό κουρμπέτι... και η φωνή μου ήταν τενόρου μεν, αλλά παιδική και ασχημάτιστη. Οπότε κι εκεί άκουγα και δεν τραγουδούσα. Αφού βαρέθηκα να ακούω και να μην τραγουδώ στις χορωδίες της μικρής μας πόλης, αποφάσισα να φύγω. Κι εκεί τελείωσε η χορωδιακή μου... περιπέτεια. Χρόνια μετά βρεθήκαμε με τη Φάλια, τη μαέστρο πια και των 2 χορωδιών της πόλης. Της είπα τον καημό μου και γελάσαμε.
Δεν της είπα όμως πως από τότε θυμάμαι ένα γερμανικό τραγούδι που λέγανε. Το είχα μάθει, χωρίς βέβαια να καταλαβαίνω τι λέω. Και ακόμη το μουρμουράω καμιά φορά όταν είμαι μόνος μου. Σήμερα ήρθα στη δουλειά λοιπόν με το τρόλεϊ. Πήρα μαζί μου και το βιβλίο που διαβάζω αυτό τον καιρό, τη "Μίλενα από την Πράγα" της Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν (μετάφραση: Τούλα Σιετή. Εκδ. Κίχλη & Τα Πράγματα, 2015). Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου, που αναφέρεται στις εμπειρίες στο ναζιστικό στρατόπεδο του Ράβενσμπρουκ, η Μπούμπερ-Νόυμαν γράφει τα εξής: "Κάποια Κυριακή, ο Ες Ες στο φυλάκιο ήταν στις καλές του και μας εξέπληξε ευχάριστα με μουσική. Κατηύθυνε τους ήχους του ραδιοφώνου προς το στρατόπεδο. Από τα μεγάφωνα αντηχούσε το "κουιντέτο της πέστροφας" του Σούμπερτ. Εντελώς μαγεμένες, περπατούσαμε πάνω κάτω στον κεντρικό δρόμο του στρατοπέδου στον ρυθμό της μουσικής, καταμεσής στις χιλιάδες ριγέ γυναίκες, σαν σε μακρύ εφιαλτικό κόρσο... από τα μεγάφωνα μετά τον Σούμπερτ ακολούθησαν τα μισητά ναζιστικά εμβατήρια". Η αφήγηση προχωράει με τις ηρωίδες να βρίσκουν διέξοδο σε ένα ιατρείο, να μένουν επιτέλους μόνες εκεί. "...Τα αδιαφανή, γραμμωτά τζάμια του δωματίου λαμπύριζαν και σπινθηροβολούσαν σαν ηλιόλουστη επιφάνεια λίμνης. Καθόμασταν δίπλα-δίπλα πάνω σε ένα τραπέζι με τα πόδια κρεμασμένα να αιωρούνται και είχαμε ξεχάσει όλη την προηγούμενη οργή. Όταν είσαι αναγκασμένος να κινείσαι πάντα μέσα σε πλήθος, το να είσαι μόνος σ' ένα δωμάτιο μετατρέπεται σε υπέρτατη απόλαυση. Είχα όρεξη για τραγούδι κι έπιασα να τερετίζω σιγανά: "In einem Bachlein helle..."*.
Ξαφνιάζομαι. "Αυτό το ξέρω" προλαβαίνω να σκεφτώ. Διαβάζω τη βιβλιογραφική παραπομπή: "Σε ποταμάκι φωτεινό...": ο πρώτος στίχος της πρώτης στροφής από το ποίημα "Die Forelle" ("η πέστροφα") του Σούμπαρτ (1739-1791), μελοποιημένο από τον Φραντς Σούμπερτ (1797-1828)...".
Ξέρω - ξέρω. Δεν είναι σπουδαία πράγματα αυτά, αυτά τα δύστυχα και παράξενα πρωινά ετούτου του χειμώνα. Νομίζω πως δεν μπορώ καν να μοιραστώ τέτοιες ιστορίες. Όμως για κάποιους παράξενους μάλλον λόγους είμαι τόσο χαρούμενος που ξανασυνάντησα ένα τραγούδι-σκευή της παιδικής μου ηλικίας. Ξέροντας πια πως είναι ένα τραγούδι του Σούμπερτ που μιλάει για μια πέστροφα σε ένα ποταμάκι.
Κατέβηκα από το τρόλεϊ τερετίζοντάς το κι εγώ. Ένα κρύο πρωινό του Γενάρη του 2016
3 σχόλια:
Πολύ όμορφο! Θησαυρός! Το τραγούδι για κάποιο λόγο ακούγοντάς το μου θύμισε την Ξανθούλα του Σολωμού, όπως τη μελοποίησε ο Μάντζαρος.
Και τενόρος Γιώργο, λοιπόν;
Ε, ναι. Τενόρος...
Εμένα πάλι μου θύμισε (σε πιο αργή μελωδία) τη Φλαμουριά, που μας μάθαινε ο μουσικός μας:
Στη βρύση τη βουνίσια / σιμά είν’ η φλαμουριά, / στον ίσκιο της καθόμουν / να ονειρευτώ συχνά.
(Γερμανικό τραγούδι σε στίχους Wilhelm Müller και μουσική Franz Schubert)
https://www.youtube.com/watch?v=GBvd2_bg1Is
Καλημέρα, Βιβλιοθηκά!
Δημοσίευση σχολίου