Πετάγεσαι! Έχεις αργήσει, σε πήρε ο ύπνος. Γδύνεσαι την ασφάλεια των ονείρων σου και βγαίνεις στο δρόμο. Η μέρα, γύρω σου, όχι μέσα σου. Κατεβαίνεις στο σταθμό, έρχεται το τραίνο, μπαίνεις μέσα. "Επόμενος σταθμός, 33 χρόνια πριν" ακούς από τα μεγάφωνα.
Ο κόσμος είναι λιγοστός. Μετέωρο μεσημέρι της τελευταίας μέρας του Σεπτέμβρη. Έξω από μια εκκλησία στέκονται κάποιοι μαυροφορεμένοι. Πλησιάζεις και συ. Εμφανίζεται εκείνη. Ντυμένη λουλούδια. "Κανείς δεν σκέφτηκε να της φέρει δειλινά", σκέφτεσαι. Τη χαιρετάς βουρκωμένος. Θυμάσαι ένα παιδικό τραγουδάκι. Στο έλεγε στις βραδινές σας βόλτες να μην φοβάσαι το σκοτάδι. Σκύβεις, της το λες στ' αυτί, να μην φοβάται - γιατί είναι πολύ τώρα το σκοτάδι της: "ήταν ένα μικρό παιδί και άξιο παλικάρι/ γαϊδάρου κώλο φίλησε και βρήκε ένα δεκάρι/ και το δεκάρι τό ΄δωσε και πήρε ένα σιμίτι/ και το πρωί εξύπνησε μ' ένα σκατό στη μύτη".
Οι άνθρωποι είναι φυτά που τα βάζουμε σε μεγάλες γλάστρες Κυριακή μεσημέρι και περιμένουμε μετά ν' ανθίσουν. Φεύγουμε. Πάμε τώρα για ψάρι στο "Αννόβερο", της Κατίνας την ταβέρνα. Όλοι μιλούν δυνατά και εσύ δεν μπορείς. Σηκώνεσαι, παίρνεις το δρόμο και πας. Τη βρίσκεις. Σε φωνάζει: "ήρθες κορώνι μου; Τι να σε φιλέψω καρδούλα μου;".
"Θα μου πεις ένα παραμύθι;" της λες. Σε παίρνει στην αγκαλιά της, σε τυλίγει με την πράσινη ζακέτα της κι αρχίζει: "Μια φορά κι έναν καιρό ζήσαν αυτοί καλά και 'μεις καλύτερα...".
Παίρνω το δρόμο της επιστροφής, Κυριακή βράδυ. Γύθειο - Τρίπολη - Κόρινθος - Αθήνα. Σκεφτόμουν, ξέρεις, πως σε κάθε σταθμό που περνάμε κάτι αφήνουμε. Λίγο από εμάς τελικά απομένει στον τελικό προορισμό μας. Κάθε σταθμός είναι και ένας ακρωτηριασμός. Κι αυτό είναι το εισιτήριό μας για να συνεχίζουμε.
2 σχόλια:
Αυτή η πράσινη ζακέτα δε θα πάψει ποτέ να σε σκεπάζει
Εντυπωσιάστηκα!
Δημοσίευση σχολίου