Οι φωνές τους έφταναν επάνω, σ’ εμάς.
Αυτό σήμαινε πως η μέρα ξεκινούσε. Οι πρώτοι λουόμενοι, σαν μελίσσι που
τρυγούσε λαίμαργα τη θάλασσα, ήταν το ξυπνητήρι που μας σήκωνε πρόθυμα εμένα
και τον αδερφό μου από το πατάρι της τσαρδάκας. Η μάνα πάλευε (συνήθως χωρίς
αποτέλεσμα) να μας ταΐσει μέχρι να γδυθούμε, να βάλουμε τα μαγιώ μας και να
κουτρουβαλήσουμε στην παραλία. Οι πιο φασαριόζοι ήταν οι Έλληνες – «ήρθαν οι
Αθηναίοι» λέγαμε κάπως υποτιμητικά κατεβαίνοντας. Κατά κανόνα, αυτοί οι
τελευταίοι έφερναν και φαΐ μαζί τους, άνοιγαν μπωλ με κεφτεδάκια, καθάριζαν
καρπούζια, φώναζαν κάποια Μαρία και κάποιον Πέτρο να βγουν από τη θάλασσα, να
μην πηγαίνουν βαθιά, να ‘ρθουν να φάνε, είχαν σωσίβια και σχεδόν πάντα όταν
ξεκουμπίζονταν από την παραλία μας, άφηναν πίσω τους σκουπίδια: φλούδες από
φρούτα, αλουμινόχαρτα και συχνά κωλόχαρτα λερωμένα που τα έπαιρνε ο αέρας, τα
κολλούσε στις πορτοκαλιές και στα σχίνα αφήνοντας ασκεπείς και μόνους τους
πελώριους… «μιναρέδες» τους. Χωρίς αμφιβολία δεν τους θέλαμε τους Έλληνες τους
Αθηναίους στην παραλία μας. Την καταλάμβαναν σαν να ήταν δικιά τους και τη
λέρωναν.
Η παραλία όμως ήταν δικιά μας, γιατί από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 με το που κλείναν τα σχολεία,
κατεβαίναμε στο χτήμα του Κουτσογκίλα που ήταν φίλος και συνάδελφος του πατέρα.
Το χτήμα γειτόνευε με τρία σημαντικά πράγματα: πρώτον με τον Σαρωνικό, δεύτερον
με ένα μεγάλο ξενοδοχείο – από αυτά που αδειοδοτούνταν εύκολα στη Χούντα από
τους επαναστάτες στρατιωτικούς που έσωσαν τη χώρα μας από τον κομμουνιστικό
κίνδυνο και τρίτον με ένα μαγαζάκι με τουριστικά προϊόντα που πουλούσε και
κόμικ (Ποπάυ και Σεραφίνο). Εμένα πάντως μου άρεσε ο Τιραμόλα περισσότερο. Ο
πατέρας κι ο αδερφός του που ήταν και θείος μας είχαν φτιάξει ένα τσαρδάκι, στο
οποίο μέναμε όλο το καλοκαίρι, μέχρι να σημάνει περίπου το κουδούνι του
σχολείου που θα μας μάντρωνε στον κόσμο της γνώσης ξανά. Τα τσαρδάκια ήταν
αυτοσχέδιες ελαφρού τύπου κατασκευές που συνήθως χρησιμοποιούσαν οι αγρότες της
περιοχής για ξεκούραση και εποπτεία στις θερινές καλλιέργειες. Κατά κανόνα ήταν
ένα υπερυψωμένο πατάρι πάνω σε πασσάλους που καμιά φορά διέθετε και σκέπαστρο
από καλάμια. Ένα τέτοιο είχαν φτιάξει λοιπόν στο χτήμα του Κουτσογκίλα ο
πατέρας κι ο θείος, το είχαν στηρίξει από τη μια πλευρά στα θεόρατα κυπαρίσσια
που ήταν το σύνορο με το ξενοδοχείο. Στο επάνω δώμα κοιμόμασταν. Υπήρχαν δύο
«κρεβατοκάμαρες» χωρισμένες με απλωμένο σεντόνι ανάμεσα, μία για το θείο και τη
θεία και μία για εμάς. Μια ξύλινη σκάλα μάς κατέβαζε κάτω που ήταν η κουζίνα
και η τραπεζαρία, ένα ξύλινο αναδιπλούμενο στρογγυλό τραπέζι δηλαδή, και η
τσίγκινη βρυσούλα που έπλεναν τα πιάτα. Η τσαρδάκα ήταν εκατό μέτρα από την
παραλία, έπρεπε να περπατήσουμε ανάμεσα στις πορτοκαλιές, τα σχίνα, να
ανοίξουμε τη ξύλινη πορτούλα και πλέον ήμασταν εκεί, στο μεγάλο δικό μας μπλε. Όλη τη μέρα ήμασταν
εκεί, εκτός που το μεσημέρι μάς μάζευαν για να κοιμηθούμε. Συχνά πήγαιναν τα βράδια
εκεί και ο μπαμπάς με τη μαμά και άλλοτε ο θείος με τη θεία, πήγαιναν να
κλείσουν την πόρτα έλεγαν, που δεν έπρεπε να μείνει ποτέ ανοιχτή έλεγαν.
Θα πρέπει τώρα να έρθουμε και στα
πιο μύχια της ζωής του συγγραφέα που διαφεντεύει ετούτο το κείμενο, που κρύβει
και φανερώνει κατά βούληση ό,τι γουστάρει. Γιατί το θέμα αυτού του κειμένου
είναι τα βυζιά. Πρώτη φορά είδα βυζιά στην παραλία του Κουτσογκίλα. Μικρά και
μεγάλα, γέρικα, αφράτα, νεανικά, με ραγάδες, μικρές και μεγάλες ρώγες,
μισοκρυμμένα ή ατίθασα, βρεγμένα και στεγνά βυζιά. Πολλά βυζιά κι εγώ ήμουν
κοντά στα 10 και νομίζω πως παντού έβλεπα βυζιά. Νομίζω πως ήταν άλλος ένας
λόγος που προτιμούσαμε με τον αδερφό μου τους ξένους θαμώνες του ξενοδοχείου
(Γερμανούς και Γάλλους κυρίως, μια φορά είχαμε γνωρίσει και έναν κανονικό Ρώσο
που είχε έρθει για δουλειές στην Ελλάδα και πολύ χάρηκε που είδε που είχαμε μια
lubitel φωτογραφική μηχανή και τον καλέσαμε στο τσαρδάκι και φάγαμε
ψάρια και χταπόδια που έπιαναν οι άντρες αλλά δεν μιλήσαμε σχεδόν καθόλου γιατί
ούτε εκείνος, ούτε εμείς ξέραμε αγγλικά). Κυρίως οι Γερμανίδες και οι Γαλλίδες
έκαναν μπάνιο τόπλες που έλεγε η μαμά. Καμιά φορά βλέπαμε και καμιά Ελληνίδα,
αλλά πάντα καταλαβαίναμε με τον αδερφό μου ότι δεν ήταν ξένη, γιατί οι
Ελληνίδες ντρεπόντουσαν και ενώ έβγαζαν το μαγιώ, γυρνούσαν μπρούμυτα μην δει
κανείς το άσπρο τους στήθος. Αν θυμάμαι καλά πρέπει να σκεφτόμουν πριν κοιμηθώ
τα βράδια πως τους άπλωνα αντηλιακό στην πλάτη και όχι μόνο, πως μου ζητούσαν
«ε, μικρέ, μπορείς να μου απλώσεις στην πλάτη αυτό το υγρό» και πως το έλεγαν
στη γλώσσα τους κι εγώ το καταλάβαινα και πρόθυμα, πολύ πρόθυμα άπλωνα αυτό το
γλιστερό λάδι στο κορμί τους. Τα ίδια πρέπει να σκεφτόταν και ένας μεσήλικας
που άραζε λίγο πιο απόμακρα από το σημείο που έκαναν μπάνιο οι ένοικοι του
ξενοδοχείου κι έκανε γυμνισμό έλεγε ο μπαμπάς και συνεχώς ασχολιόταν με το
πουλί του και ύστερα έφευγε και δεν ασχολιόταν άλλο με το πουλί του. Νομίζω πως
και το δικό μου πουλί ξύπναγε με κέφι όταν τα πρωινά που σηκωνόμασταν, το
πρωινό αεράκι μάς έφερνε τη μυρωδιά από ινδική καρύδα που άπλωναν στο κορμί
τους οι Γαλλίδες και οι Γερμανίδες τουρίστριες στην παραλία.
Τα χρόνια πέρασαν. Το χτήμα έγινε
κάμπινγκ. Δεν είναι της μόδας πια τα αντηλιακά με άρωμα καρύδας και
ομολογουμένως ο ημιγυμνισμός δεν είναι πια τόσο διαδεδομένος – κάτι η τρύπα του
όζοντος, κάτι η καμπή του κινήματος της γυναικείας χειραφέτησης εξαφάνισαν τα
βυζιά από τις παραλίες. Εν προκειμένω από την παραλία των παιδικών μου χρόνων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου