[«Οι πληγές είναι φωλιές για λουλούδια». Υπάρχει μια προφανής αισιοδοξία σε αυτόν τον αφορισμό του Porchia. Ο Porchia έγραψε μόνο ένα βιβλίο. Γεμάτο αφορισμούς, γεμάτο βέλη που άλλοτε σκοτώνουν το θήραμά τους και άλλοτε αστοχούν χαζεύοντας σε ποιητικά τοπία.
Ο αφορισμός είναι ένα νεογέννητο παραμύθι. Είναι μια περιπετειώδης ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Σαν παραμύθι που είναι ο αφορισμός είναι και παιδί της ποίησης. Συχνά είναι θραύσμα, είναι μωρό τραυματισμένο, ένα παιδί μικρό αλλά και μισό. Χωράει λόγω του μικρού του μεγέθους όλο τον κόσμο – μεγαλώνουμε γεμίζοντας το μέσα μας με βεβαιότητες, παχαίνουμε με αυτές, πετάμε έξω καθετί άλλο.
«Οι πληγές είναι φωλιές για λουλούδια» λέει ο Porchia. Μοιάζει σαν τα λουλούδια να ψάχνουν καταφύγιο, σαν κάτι να τα κυνηγά ή να τα απειλεί. Όμως η φωλιά δεν είναι μόνο καταφυγή, αλλά και ο ιδανικός τόπος της γέννησης, η θαλπωρή της δημιουργίας, η προστασία του νεογέννητου κόσμου. Τα λουλούδια γεννάνε στις πληγές που έκαναν φωλιές τους. Αν γεννάνε λουλούδια ή κάτι άλλο μας είναι αδιάφορο. Όμως τα λουλούδια που φωλιάζουν στις πληγές μας είναι όμορφα. Και ίσως γι’ αυτό να μην πρέπει να κλείνουμε τις πληγές μας. Πρέπει να αφήσουμε τις πληγές μας ελεύθερες για να ‘ρθουν να φωλιάσουν σε αυτές τα λουλούδια. Ίσως κιόλας να μην κλείνουν ποτέ ούτως ή άλλως οι πληγές. Ίσως το μόνο που μπορούμε να κάνουμε με αυτές είναι να τις διαθέσουμε στην ομορφιά των λουλουδιών. Των λουλουδιών που δεν είναι κανονικά λουλούδια, παρόλο που έχουν ρίζες, μίσχο, φύλλα και άνθος. Ρίζες έχει και το τραύμα, ανθίζει και η λύπη καμιά φορά κι ο πόθος ποτέ δεν μένει άκαμπτος, λυγάει στου καιρού τη μανία. Όποιος έσκαψε τις πληγές μας δεν είναι τα λουλούδια που έφτιαξαν φωλιά. Όποιος έσκαψε τις πληγές μας δεν έφτιαχνε φωλιά, απλά μας πλήγωνε. Η φωλιά είναι μια δεύτερη χρήση της πληγής. Επομένως ο αφορισμός αυτός είναι μια παραίνεση να αλλάξουμε χρήση στις πληγές μας. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.]
Θα μπορούσε να είναι ένας πίνακας του Hopper. Μια γριά κάθεται μόνη στο τραπέζι ενός φαστφουντάδικου, δίπλα στο τζάμι. Το μαγαζί είναι άδειο, μόνο η γυναίκα αυτή και οι βαριεστημένοι υπάλληλοι πίσω απ’ τον πάγκο. Η μοναξιά της πολλαπλασιάζεται μέσα στη νύχτα. Το μαγαζί είναι ολόφωτο. Λιγοστοί διαβάτες περνούν στο πεζοδρόμιο από την άλλη πλευρά του τζαμιού. Τη βλέπουν βιαστικά, τους βλέπει αδιάφορα. Έχει στο τραπέζι μπροστά της ένα ποτήρι και μια coca-cola light. Κάπου-κάπου κλείνει τα μάτια και γέρνει ελαφρά το κεφάλι της. Η τηλεόραση παίζει video clip, ποπ τραγούδια, νεανικά κορμιά που λικνίζονται, χαϊδεύονται, ερωτοτροπούν.
«Ποιο τραύμα την άφησε μόνη;» αναρωτιέσαι. Ποια αποτυχία, ποια ήττα, ποια απώλεια. Μια γριά μόνη σε ένα φαστφουντάδικο Πέμπτη βράδυ δεν είναι ένα λουλούδι που φώλιασε σε μια πληγή. Αλλά ποιος είπε πάλι πως όλοι εσείς που ζείτε μέσα στις οικογένειες δεν είστε απελπιστικά μόνοι – όπως οι άνθρωποι στους πίνακες του Hopper.
***
ο πίνακας είναι της Serafine de Senlis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου